- λεμβοδρομώ
- (ε) αμετ.1) участвовать в регате; 2) кататься на лодке
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
λεμβοδρομώ — 1. παίρνω μέρος σε λεμβοδρομία 2. πλέω με λέμβο για λόγους αναψυχής. [ΕΤΥΜΟΛ. < λεμβοδρόμος. Η λ. μαρτυρείται από το 1864 στον Ειρηναίο Ασώπιο] … Dictionary of Greek